σιναπίδι

σιναπίδι
το / σιναπίδιον, ΝΜΑ
κοκκινόχωμα, βαφική ουσία, το σινωπίδιον*, η σινωπική*
νεοελλ.
νόσος τών φυτών, σκωρίαση τών σιτηρών
αρχ.
μικρό σινάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίναπι «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βιβλ-ίδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιναπίδι — το ιού 1. κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιείται για το βάψιμο. 2. αρρώστια φυτών, ερυσίβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιναπιδιάζω — Ν [σιναπίδι] (για σπαρτά) προσβάλλομαι από σιναπίδι …   Dictionary of Greek

  • σιναπιδιάζω — σιναπίδιασα, προσβάλλομαι από την αρρώστια σιναπίδι: Το σιτάρι σιναπίδιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”